Quit:
- Nick Nicholas
- Statement: Ο γυάλινος κόσμος
Το μακρυνάρι τούτο σάς το γράφω ρωμαίικα, και δεν σας το μεταφράζω. Χούι μου. Για λόγους που θα γίνουν σύντομα ευνόητοι, με δελεάζει η προοπτική να σας το αφήσω γρίφο, και γρίφο που αν το περάσετε από το μεταφραστήρι του Γκούγκλ, βουθοίνες μου, δεν θα καταλάβετε Χριστό. Ρωμιούς έχει εδώ, δόξα να ’χει ο Γιαραμπής. Θα βρεθεί κάποιος να σάς βγάλει άκρη. Κι αν δεν βρεθεί, το άφησα παραγγελιά της Δήμητρας.
Εδώ στην Κβόρα, που λέτε, βδομάδα παρά βδομάδα ξεφυτρώνει η εταιρεία κάποια καινούργια εκτροπή, κάποια καινούργια παλαβομάρα, και δυσανασχετούν οι πάντες. Ή μάλλον, δυσανασχετούν όσοι σκοτίζονται να δυσανασχετήσουν, που φυσικά δεν αποτελούν τους πάντες: οι περαστικοί και οι βολεμένοι—πέρα βρέχει.
Ανάμεσα στους σκοτιζόμενους, κακό της κεφαλής μου, κι εγώ. Στην Κβόρα δεν ήρθα, καταπώς λέω επαναλειμμένα, με πρωτεύοντα σκοπό να γκρινιάζω για τη διαχείρισή της. Άλλα ήρθα να γράφω, και ευτυχώς τα έγραψα και αυτά. Δυστυχώς όμως έχω υπερτροφικό το αίσθημα του κοινωνικού χρέους, και ανέλαβα εδώ ανεπαίσθητα τη δημοσιοποίηση και τη κριτική των κακώς κειμένων, ως λειτούργημα για τους συγχρήστες. Λειτούργημα, και ενίοτε, κακά τα ψέματα, αγγαρεία. Δεν είναι δα και λίγα τα κακώς κείμενα.
Και κάθε φορά, που λέτε, που ξεφυτρώνει εδώ μια καινούργια παλαβομάρα, να συσσωρεύεται με όλες τις προϋπάρχουσες παλαβομάρες, των ελεγκτών περιεχομένου, των σχεδιαστών, των μηχανικών, των αυταπάγγελτων καταδοτών, των ρεκλαμαδόρων, των αρετοσηματοδοτών, των αλαζόνων και των ανεγκεφάλων, πετάγονται ορισμένοι και λένε, σαν άλλοι Κικέρωνες προς άλλους Κατιλίνες, «ως πότε πια θα τα ανεχθούμε όλα τούτα; Πότε πια θα φτάσουμε στο απροχώρητο;»
Η παράφρονη εφαρμογή του BNBR στον Νεκρολόγο αντιπροχτές αποτέλεσε για μένα το απροχώρητο που ανέμενα. Όπως το αποτέλεσε και για τον Ζέιμπουρα τον Καθάου.
Ε ναι, μου ήταν όλο και περισσότερο αγγαρεία, ή ακόμα και παθολογία, να κάθομαι να απαντώ σε A2A με τις ώρες, και να εγκαταλείπω το διάβασμα οποιουδήποτε άλλου ιστοτόπου (πόσο μάλλον κιταπιού). Χαράμι δεν ήταν, όχι, παραμένω περήφανος για τα γραφόμενά μου. Αλλά το ομολογώ, είχε φτάσει στο σημείο που έπρεπε ούτως ή άλλως να ελαττώσω τη συμμετοχή μου σημαντικά.
Πριν λίγους μήνες όμως, σε απόπειρα να εξασκήσω την κριτική μου κάπως πιο ισορροπημένα, έγραψα βίντεο για το γιατί παραμένω στην Κβόρα, και δεν έχω ξεκουμπιστεί στο Μίντιουμ όπως λένε πως θα κάνουν ήδη τόσοι.
Και μού προέκυψε πως, όλα όσα θετικά μού δίνουν κίνητρο να παραμένω εδώ, θα μπορούσα μια χαρά να τα κάνω και στο Μίντιουμ. Με εξαίρεση την παρέα εδώ, την κοινότητα των Κβορόβιων. Που σε αντίθεση με την αντιμετώπηση τους από τη διεύθυνση της Κβόρας, δεν αποτελούν ανταλλάξιμο και αναλώσιμο υλικό: φίλοι και πατριώτες μου είναι, και νοιώθω φοβερή τύψη που τους εγκαταλείψω. Και για το ρημάδι το λειτούργημα, φυσικά, που έχω πειστεί πως τους ωφείλω.
Ε άμα είναι να με χαντακώσουν επειδή είπα ο αφελής να βοηθήσω τους συγχρήστες μου με ακριβείς πληροφορίες, το μήνυμα το κατάλαβα. Αρκετά έκατσα και ανέχτηκα. Έχουμε επιτέλους και κάποια αυτοϋπόληψη.
Ρομποτάκι με τη χατζάρα, νενίκηκάς με.
Δεν απομένει πια παρά να αποχαιρετήσω τους προσφιλείς, να περιφρονήσω τους απεχθείς, και να διακανονήσω τις όποιες εκκρεμότητες.
Πρώτα τα αρνητικά. Το τραβάει ο οργανισμός μου να κατεβάσω καντήλια μ’ αυτήν την αφορμή, και να διαολοστείλω χαφιεδαριό και ψώνια, αλλά μαζεύω τα λόγια μου, γιατί εγώ θα φανώ μαλάκας, όχι αυτοί.
Αλλά θα ξεστομήσω ονόματα. Την Τατιάνα την Έστεβεζ δεν έχω μπορέσει να την ψυχολογήσω ενόσω είχε φωνή εδώ δημόσια. Πάντως το συμπέρασμα μου το πήρα από το Σκοτ Ουέλτς (όπως πήρα και τόσα άλλα): υπάλληλος της Κβόρας είναι. Χρόνια κάνει πολύ περισσότερα για τους συγχρήστες απ’ όσα οι συνάδελφοί της, τα ρομπότ και οι πενταροδεκαρολόγοι συμβασιούχοι· αλλά τελικά στη λύση του προβλήματος δεν συμβάλει.
Ούτε έχω κάτι ιδιαίτερα να μοιράσω με τους άλλος υπάλληλους. Με το Δημήτρη τον Γκένζελ και το Σουοτσέν Χουάγκ, φερ’ ειπείν, έχω κάνει ευχάριστες κουβέντες. Τους σχεδιαστές της Κβόρας τους βλέπω καιρό με μισό μάτι, αλλά σε τελική ανάλυση (και τη δημοσίευσα την ανάλυση), ακολουθούν γραμμή που τους χαράζουν άλλοι.
Ακόμα και το Μάρκο το Μπόντνικ δεν έχω όρεξη να τον κακολογήσω (και από το στοίχημά μας δεν θα την σκαπουλάρει). Τον βρίσκω τραμπούκο χωρίς ιδιαίτερη κατανόηση του τι εστί Κβόρα, αλλά λόγια του αέρα είναι, δεν είναι εκεί το ζητούμενο. Ας τα πάρει το ποτάμι.
Αν και δεν πολυεμφανίζονται εδώ, σε αντίθεση με το Μάρκο, η εντύπωσή μου είναι πως περισσότερη ευθύνη για τα κακώς κείμενα βαρύνει τον Ιωνάθαν τον Μπριλ και τον Τζέι τον Ουάκερ, ως υπεύθυνους αντίστοιχα για τις σχέσεις με τους χρήστες (με όλους τους χρήστες, ρε Τζόναθαν, όχι μόνο τους πεννοφόρους), και με την ανάπτυξη κανονισμών. Αλλά είπαμε: η μάρκα, το «buck», αλλού σταματά. Η γραμμή έρχεται από τον Αδάμ τον Κουκουλοφόρο, όσο και αν δείχνει να αδιαφορεί.
Αυτά αυτοί. Μπίζνες κάνουν, με όλες τις λόξες του μπίζνες αλά Κοιλάδα του Πυριτίου. Στην κοσμάρα τους, και η κοσμάρα τους είναι άσχετη με τα μένα. Αποτελούν εμπόδιο, αλλά όχι εχθρούς. Και αν έχω εκφράσει διαφωνίες με ορισμένους θαμώνες για το πόσο κακώς έχουν εδώ τα κείμενα, αυτό σίγουρα δεν τους έχει καταστήσει εχθρούς μου. Σίγουρα έχω διαφωνήσει κατά καιρούς με τον Αχιλλέα το Βορτσελά, ή τον Κώστα τον Κωνσταντινίδη, ή τον Εδουάρδο τον Κόνγουεϊ, ή ακόμα και το Χριστοφή τον Βαν Λαγκ: αλλά έχω κρατήσει για δαύτους εκτίμηση, γιατί δεν αντιμετώπησα ποτέ από δαύτους περιφρόνηση.
Με άλλους τα ’χω. Αλλά ας πάνε στο καλό κι αυτοί. Για τα παλιοσείρια τους πεννοφόρους που με τίμησαν με το μπλοκάρισμά τους, την Έρικα τη Φρίντμαν, τον Έρικ το Λώριτζεν, την Καθλίν την Γκρέις, και τώρα πρότινος τον Δανιήλ τον Ρόζενταλ—τους αφήνω τη σκάλα του Σμιρνένσκι. Και την αφιέρωσή του: «για όσους θα πουν: καμμία σχέση με μένα!»
Θα κοντοσταθώ όμως σε άλλο παλιοσείρι. Ούτε καν τώρα δεν τον αναφέρω κατ’ όνομα, αλλά γλυτώνω σύντομα από το αποπνικτικό σκιάσιμο του BNBR. Ας τον πω εδώ ΓΣ.
Ο ΓΣ θα απόρησε όταν ανακάλυψε πως τον μπλοκάρω· σε αντίθεση με τα άλλα τα παλιοσείρια τους πεννοφόρους, δεν ήρθα ποτέ σε ρήξη με δαύτον· δεν νομίζω καν να ανταλλάξαμε κουβέντα.
Ο ΓΣ όμως έκανε σχόλιο σε ανακοίνωση της Τατιάνας, σε εντελώς ανύποπτο χρόνο, που εξακολουθώ να το θεωρώ κατάπτυστο. Είπε πως η Τατιάνα ήταν πολύ πιο ευγενικιά από τον ίδιο, γιατί στη θέση της θα έλεγε σε όσους παραπονιούνται για τους ελεγκτές,
«Οι ελεγκτές έχουν τη δύναμη. Οι υπόλοιποι δεν την έχουν. Εμείς είμαστε ο δικαστής, οι ένορκοι, και οι δήμιοι. Άρα σας παρακαλώ, με ζαχαροκάντιο μάλιστα, σατ δε φακ απ. Δε σας πέφτει λόγος, και τα λόγια σας είναι άσκοπα.»
Εμένα δεν θα μου πει κανένας ευνοούμενος από το δικαστήριο των μαρισκάλδων να βγάλω το σκασμό μου όταν βλέπω το άδικο, ή πως η κριτική της ανυπόλογης εξουσίας είναι άσκοπη. Μην επιτρέψετε ούτε σεις ποτέ να σας υπαγορεύσει κανένα παλιοσείρι πως δεν σας πέφτει εδώ λόγος. Παλιοσείρια–παλιοσείρια, αλλά σάιτ ερωταπαντήσεων είναι, διάολε, δεν είναι στρατώνας.
Και τώρα οι φίλοι.
Πικρή ειρωνία που μόλις διάβασα τον συγγέροντα το Μάγιστρο να λέει πως ο καλός ο κόσμος είναι και μόνο που τον κρατά εδώ, τώρα που τον αφήνω τον ίδιο τον καλό τον κόσμο.
Πριν κάμποσους μήνες, ο Αντρέας ο Ουάγκ (άτομο που ξέρω πόσα ασχημόνησε) μού πέταξε την κουβέντα πως όποιον άρχιζε να παρακολουθεί, τον έβρισκε μετά λίγες μέρες στο Νεκρολόγο. Χτες βρήκα το σημαδιακό σχόλιο στο Νεκρολόγο, από χρήστη που ομολογώ δεν τον γνωρίζω, πως πάμπολλοι φίλοι του Νίκο καταλήγουν στο Νεκρολόγο.
Με τις γελοιογραφίες μου «I love youse guys» κατέγραψα 60 χρήστες που τους έτρεφα ιδιαίτερη εκτίμηση τα τελευταία δυο χρόνια. Οι 26 είχαν ή έλαβαν την πέννα.
Οι 9 έχουν φύγει, ή τους έφυγαν.
Να ενταχτώ λοιπόν και γω στον κατάλογο, για να πάψει τάχα το θανατικό; Αλλά έλα μού που δεν παύει έτσι.
Ας είναι. Οι φιλίες είναι που μετράνε. Το πόσο οφείλω στις φιλίες που έκανα εδώ, εγώ το ξέρω. Γνώρισα συνανθρώπους εδώ που μού στάθηκαν και που με πόνεσαν. Η Δήμητρα, ο Μάγιστρος, η Σαμ, η Τρέις, η Τζένιφερ: φιλίες ζωής. Φιλίες που τους οφείλω τη ζωή μου. Και φιλίες που δεν θέλω τώρα να τις χάσω.
Όχι μόνο τα άτομα, αλλά και τα υποσύνολα. Τους αλβανούς και τους τούρκους και τους αζέρους, που μού έμαθαν τόσα πολλά για το ρωμαίικο. Τους γλωσσολογίζοντες και τους κλασσικίζοντες και τους φιλολογίζοντες, που τους θεώρησα συναδέλφους και αδερφούς. Τους έλληνες και τους αυστραλούς που με αγκάλιασαν. Και τους άλλους όσους βρήκα στο διάβα μου και χαριεντίστηκα μαζί τους.
Και στα στερνά, η σταθερή μου παρέα κατέληξε να ’ναι οι αγανακτησμένοι και οι αντιαγανακτησμένοι, του Στασιασμού και του Νεκρολόγου. Κι απ’ αυτούς έχω μάθει πολλά· και προς αυτούς έχω αισθανθεί ευθύνη.
Το πιο ντόμπρο που έχει να κάνει κανείς, όταν τα βροντά και φεύγει από την Κβόρα, είναι αυτό που έχει κάνει ήδη ο Ζέιμπουρα: να σβήσω το λογαριασμό μου, και να μην επιτρέψω στο Μολώχ να καρπωθεί το μόχθο μου εν απουσίᾳ μου. Δίστασα, και τελικά δεν το κάνω. Εν πρώτοις γιατί λυπάμαι τα σχόλια από τόσους που έκανα λακιρντί. Και επιπλέον, γιατί θέλω τα ψάρια οι νεοσύλλεκτοι, που κάτι θα ψυλλιαστούν περί Δανιμαρκίας, να βρούν εδώ ακόμα υλικό ψυχωφελές.
Αν και βλέπω τελευταία οι αναζητήσεις μου εδώ για τις συμβολές μου να χωλαίνουν…
Παρακαταθήκη εκτενέστερη θα γράψω από το Μίντιουμ για τους θαμώνες του Στασιασμού (που τον αφήνω να τον κουμαντέρνει η Τζένιφερ η Έντεμπερν), αλλά να πω εδώ το σημαντικότερο για τους αντιφρονούντες. Ο αγώνας συνεχίζεται, και τον συνεχίζετε εσείς· ούτε ηγέτης σας είμαι, ούτε μπροστάρης, και ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που κατάλαβε πως κάτι πάει στραβά στη Δανιμαρκία. Αλλά σας ζητώ τον αγώνα να τον συνεχίσετε όπως εν τέλει τον κατάλαβα κι εγώ. Όχι με την ευελπιστία κάτι να αλλάξει, αλλά απλά για να κρατάτε το κούτελο καθαρό. Όχι μπαμ κι όποιον πάρει ο Χάρος, αλλά με πνεύμα κριτικό και αυτοκριτικό, με ανάλυση και με επίγνωση, και με την αναγνώριση πως η Κβόρα έχει τους λόγους της που κάνει όσα κάνει, και που αμελεί όσα αμελεί· και οι λόγοι αυτοί, όσο γελοίοι και αν αποφασίσετε πως είναι, αξίζουν μελέτη και ψάξιμο, και δεν είναι λόγοι μήτε «empathy», αλλά μήτε και εμπάθειας.
Το λογαριασμό μου τον απενεργοποιώ, αν και θα περνώ πού και πού να μαζεύω την αλληλογραφία μου. Σχόλια μάλλον δεν θα αφήνω, μην ξανακολαστώ. Παρακαλώ όσοι από σας θέλουν να μείνουν σε επαφή με μένα, να μου στείλουν μέιλ ή μήνυμα στο Φέισμπουκ. Δεν ξέρω αν το Μίντιουμ θα ’ναι το καταλληλότερο μέρος να αράξω, αλλά θα το δοκιμάσω. Το περιεχόμενό μου το μεταφορτώνω στην ιστοσελίδα μου το Nick Nicholas, και όλες τις αξιοσημείωτες απαντήσεις και αναρτήσεις θα τις φορτώσω στο Μίντιουμ. Οι πολλές οι A2A μού κατάντησαν ασφυκτικές, αλλά θα τις πεθυμήσω, και αν θέλετε να μου προωθείτε πού και πού κάποια να την απαντήσω στο Μίντιουμ, πρόβλημα δεν έχω. Ακόμα και αν αναπαραγάγετε την απάντησή μου πίσω στην Κβόρα…
Για δύο χρόνια η Κβόρα ήταν το φαεινότερο σημείο της ζωής μου. Λόγω τιμής. Τώρα πια που πάει να αμαυρωθεί, με πλακώνει κάποια θλίψη. Πώς να μη με πλακώσει; Σε σημείο, ίσως κάπως ιερόσυλα, σίγουρα κάπως υπέρμετρα, να μου φέρνει στο μυαλό το μοιρολόι της Σάρας για τον Ισαάκ:
Κι ας τάξω δεν το γέννησα ειδέ ’δα το ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενο εκράτουν, κι ήσβησέ μου.
Αλλά φεύγω με άλλο σκοπό κατά νου. Εποικοδομητικότερο.
stixoi.info: Ο γυάλινος κόσμος. 1960. Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Μουσική: Απόστολος Καλδάρας.
Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω;
Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.
Σας αφήνω γεια. Μη χαθούμε, παιδιά. Κρίμα θα ’ταν.
Σας αφήνω γεια.